στόνος

στόνος
στόνος, , ([etym.] στένω)
A sighing or groaning,

Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445

;

αἷμα καὶ ἀργαλέος σ. ἀνδρῶν 19.214

;

τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483

, Od.22.308;

στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40

; διήκει δὲ καὶ πόλιν ς. A.Th.900 (lyr.); στόνον σαυτοῦ ποεῖ; S.Ph.752; in pl., A.Th.146 (lyr.); of the sea,

στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί S.Ant. 592

(lyr.): rare in Prose, Th.7.71.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στόνος — sighing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνος — ὁ, Α 1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ. β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον τού στένω* (πρβλ. λέγω …   Dictionary of Greek

  • στόνοι — στόνος sighing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνοις — στόνος sighing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνον — στόνος sighing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνου — στόνος sighing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνους — στόνος sighing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνων — στόνος sighing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνῳ — στόνος sighing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] …   Dictionary of Greek

  • ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”